περιδίω
περιδίω [ῖ],
A). = περιδείδια , to be in great fear for, c. dat., used by only in 3 sg. impf. and always in tmesi, περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν , 9.433 11.557 : folld. by relat. clause, περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι 5.566 : without dat., περὶ γὰρ δίε, μή μιν Ἀχαιοὶ .. ἕλωρ δηΐοισι λίποιεν 17.666 , cf. . 22.96