Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνείρομαι
ἀνειρύω
ἀνείρω
ἀνεῖσαλ
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθεν1
ἀνείσφορθε
ἀνέκαιρεν
ἀνεκάς
ἀνέκας
ἀνέκαθεν2
ἀνεκβάλλω
ἀνέκβατος
ἀνεκβίαστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκδήμητος
View word page
ἀνέκαθεν1
ἀνέκαθεν, before a cons.


ShortDef

from above, from the first

Debugging

Headword:
ἀνέκαθεν1
Headword (normalized):
ἀνέκαθεν
Headword (normalized/stripped):
ανεκαθεν1
IDX:
8125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8126
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέκαθεν</span>, before a cons.</div><br><br>'}