Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινής
περιδίνησις
περιδινήτειρα
περιδινητής
περιδίνητος
περίδινος
περιδιπλόω
περιδίω
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδονέω
περιδορά
View word page
περιδινητής
περιδῑν-ητής, οῦ, ,
A). one who causes to revolve, Hsch. (pl.).


ShortDef

one who causes to revolve

Debugging

Headword:
περιδινητής
Headword (normalized):
περιδινητής
Headword (normalized/stripped):
περιδινητης
IDX:
81256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδῑν-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who causes to revolve</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}