Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινής
περιδίνησις
περιδινήτειρα
περιδινητής
περιδίνητος
περίδινος
περιδιπλόω
περιδίω
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδονέω
View word page
περιδινήτειρα
περιδῑν-ήτειρα
,
ἡ
, fem.,
A).
causing to revolve
, of Aphrodite,
PMag.Par.
1.2918
.
ShortDef
causing to revolve
Debugging
Headword:
περιδινήτειρα
Headword (normalized):
περιδινήτειρα
Headword (normalized/stripped):
περιδινητειρα
IDX:
81255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81256
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδῑν-ήτειρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">causing to revolve</span>, of Aphrodite, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.2918 </span>.</div> </div><br><br>'}