περιδίδωμι
περιδίδωμι, only in Med.,
A). stake, wager, c. gen. pretii, τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i.e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), ; 23.485 ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager myself, i.e. my life, ; 23.78 π. πότερον .. lay a wager whether .. , Ach. 1115 ; περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι Eq. 791 : with dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Ach. 772 ; περίδου νυν ἐμοί, εἰ μὴ .. Nu. 644 , cf. . 130