Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίδεσμος
περίδετος
περιδευκές
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινής
περιδίνησις
περιδινήτειρα
περιδινητής
περιδίνητος
περίδινος
περιδιπλόω
View word page
περιδιατείνω
περιδιατείνω
,
A).
distend
,
τὸ κῶλον
Herod. Med. in
Rh.Mus.
58.111
.
ShortDef
distend
Debugging
Headword:
περιδιατείνω
Headword (normalized):
περιδιατείνω
Headword (normalized/stripped):
περιδιατεινω
IDX:
81249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81250
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδιατείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distend</span>, <span class="foreign greek">τὸ κῶλον</span> Herod. Med. in<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 58.111 </span>.</div> </div><br><br>'}