Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιδέσμιος
περίδεσμος
περίδετος
περιδευκές
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινής
περιδίνησις
περιδινήτειρα
περιδινητής
περιδίνητος
περίδινος
View word page
περιδιαρθρόομαι
περιδιαρθρόομαι,
A). to be articulated on all sides, Gal. 18(2).433 .


ShortDef

to be articulated on all sides

Debugging

Headword:
περιδιαρθρόομαι
Headword (normalized):
περιδιαρθρόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδιαρθροομαι
IDX:
81248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81249
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδιαρθρόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be articulated on all sides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).433 </span>.</div> </div><br><br>'}