Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιδέξιος
περιδέραιος
περιδερίς
περιδέρκομαι
περιδέρω
περίδεσις
περιδεσμεύω
περιδέσμιος
περίδεσμος
περίδετος
περιδευκές
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδωμι
περιδιείρω
View word page
περιδευκές
περιδευκές· περισσῶς πεποικιλμένον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιδευκές
Headword (normalized):
περιδευκές
Headword (normalized/stripped):
περιδευκες
IDX:
81241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδευκές·</span> <span class="foreign greek">περισσῶς πεποικιλμένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}