Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιγράφω
περιγῦρεύω
περιγυρίς
περιγώνιον
περιδαίδαλος
περιδάϊος
περιδαίω
περίδακρυς
περιδάμναμαι
περιδαπανάομαι
περιδαρδάπτω
περιδέεια
περιδεής
περιδείδια
περιδεικνύω
περίδειλος
περιδεινον
περιδειπνέω
περίδειπνον
περιδειρίδιον
περίδειρον
View word page
περιδαρδάπτω
περιδαρδάπτω,
A). devour greedily, Hsch. ( Act. and Pass.).


ShortDef

devour greedily

Debugging

Headword:
περιδαρδάπτω
Headword (normalized):
περιδαρδάπτω
Headword (normalized/stripped):
περιδαρδαπτω
IDX:
81220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιδαρδάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devour greedily</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Act. and Pass.).</div> </div><br><br>'}