Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιγονατίς
περίγρα
περίγραμμα
περιγραπτέον
περίγραπτος
περιγραφεύς
περιγραφή
περιγραφικός
περιγράφιον
περιγράφω
περιγῦρεύω
περιγυρίς
περιγώνιον
περιδαίδαλος
περιδάϊος
περιδαίω
περίδακρυς
περιδάμναμαι
περιδαπανάομαι
περιδαρδάπτω
περιδέεια
View word page
περιγῦρεύω
περιγῦρ-εύω,(γῦρος)
A). make a trench round, βωμόν PMag.Par. 1.33 , 37 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιγῦρεύω
Headword (normalized):
περιγῦρεύω
Headword (normalized/stripped):
περιγυρευω
IDX:
81211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81212
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιγῦρ-εύω</span>,(<span class="etym greek">γῦρος</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make a trench round</span>, <span class="quote greek">βωμόν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.33 </span> , <span class="bibl"> 37 </span>.</div> </div><br><br>'}