Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγλώχιν
περιγνάμπτω
περιγογγύζω
περιγομφάομαι
περίγομφος
περιγονατίς
περίγρα
περίγραμμα
περιγραπτέον
περίγραπτος
περιγραφεύς
περιγραφή
περιγραφικός
περιγράφιον
περιγράφω
View word page
περίγομφος
περί-γομφος
,
ον
,
A).
fitted with dowels
,
φάτναι, προσαρμογαί
,
Inscr.Délos
504
A
6
,
9
(ii B.C.).
ShortDef
fitted with dowels
Debugging
Headword:
περίγομφος
Headword (normalized):
περίγομφος
Headword (normalized/stripped):
περιγομφος
IDX:
81200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81201
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-γομφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fitted with dowels</span>, <span class="foreign greek">φάτναι, προσαρμογαί</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Délos</span> 504 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 6 </span>,<span class="bibl"> 9 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}