Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιβωμίς
περιβωμισμός
περίβωτος
περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
περιγελάω
περιγενητικός
περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
View word page
περιγενητικός
περιγενητικός, , όν,
A). superior to, victorious over, εἱμαρμένη π. ἁπάντων Plu. 2.1055e .


ShortDef

superior to, victorious over

Debugging

Headword:
περιγενητικός
Headword (normalized):
περιγενητικός
Headword (normalized/stripped):
περιγενητικος
IDX:
81181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιγενητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">superior to, victorious over</span>, <span class="quote greek">εἱμαρμένη π. ἁπάντων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1055e </span> .</div> </div><br><br>'}