περίγειος
περίγειος, ον,
A). surrounding the earth, φῶς, opp. αἰθέριος, Stoic. 1.28 ; τὰ π. Cleanth.ib. 111 ; π. χῶρος ; 1.196 κόσμος Pr. 2.47 .
2). of the earth, opp. ἀέριος etc., θεοί Cat.Cod.Astr. 8(4).252 .
II). Astron., near the earth, σελήνη Vett. Val. 55.23 , etc.: Comp., Alm. 9.1 : Sup., ib. 3.3 ; τὸ π. (sc. σημεῖον) perigee, ibid.; π. ἐναντίωσις in Cat. 80.9 .