Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
περιβροντάομαι
περιβρυής
περιβρύχιος
περίβρωσις
περίβρωτος
περιβυρσόομαι
περιβύω
περιβώμιος
περιβωμίς
περιβωμισμός
περίβωτος
περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
View word page
περίβρωσις
περί-βρωσις, εως, ,
A). ulceration, Dsc. 5.5 (pl.).


ShortDef

ulceration

Debugging

Headword:
περίβρωσις
Headword (normalized):
περίβρωσις
Headword (normalized/stripped):
περιβρωσις
IDX:
81166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-βρωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ulceration</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.5 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}