Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόησις
περιβόητος
περιβοθρόομαι
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περιβόλιον
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
περιβροντάομαι
View word page
περιβόλιον
περιβόλιον, τό,=sq. 11.2 , of a temple, UPZ 119.15 (ii B. C.), prob. in Arch.Pap. 2.433 (i A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιβόλιον
Headword (normalized):
περιβόλιον
Headword (normalized/stripped):
περιβολιον
IDX:
81153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81154
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιβόλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,=sq. <span class="bibl"> 11.2 </span>, of a temple, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 119.15 </span> (ii B. C.), prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 2.433 </span> (i A. D.).</div><br><br>'}