Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόησις
περιβόητος
περιβοθρόομαι
περιβολάδιον
περιβόλαιον
περιβολή
περιβολιβόω
περιβόλιον
περίβολος
περιβομβέω
περιβόρειος
περιβόσκομαι
περίβουνος
περιβραχιόνιος
περιβρέμω
περιβρίθω
περιβρομέω
View word page
περιβολιβόω
περιβολῐβόω,
A). case in lead, IG 12(1).694 (Rhodes).


ShortDef

case in lead

Debugging

Headword:
περιβολιβόω
Headword (normalized):
περιβολιβόω
Headword (normalized/stripped):
περιβολιβοω
IDX:
81152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιβολῐβόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">case in lead,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(1).694 </span> (Rhodes).</div> </div><br><br>'}