Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνειλυσπᾶσθαι
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνείμασθος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνεινῶς
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἀνειρεσίαν
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνειρύω
ἀνείρω
ἀνεῖσαλ
ἀνείσακτος
ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
View word page
ἀνειρεσίαν
ἀνειρεσίαν· οὐσίαν πολλήν, Hsch. ἀνείρετον· ἀπαραίτητον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνειρεσίαν
Headword (normalized):
ἀνειρεσίαν
Headword (normalized/stripped):
ανειρεσιαν
IDX:
8113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνειρεσίαν·</span> <span class="foreign greek">οὐσίαν πολλήν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀνείρετον·</span> <span class="foreign greek">ἀπαραίτητον,</span> Id.</div><br><br>'}