Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίβασις
περιβασώ
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
περιβοησία
περιβόησις
View word page
περιβλεπτότης
περι-βλεπτότης, ητος, ,
A). celebrity, as a title, BGU 547.3 (Byz.), Gloss.


ShortDef

celebrity

Debugging

Headword:
περιβλεπτότης
Headword (normalized):
περιβλεπτότης
Headword (normalized/stripped):
περιβλεπτοτης
IDX:
81136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-βλεπτότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">celebrity</span>, as a title, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 547.3 </span> (Byz.), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}