Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβασώ
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
περιβοάω
View word page
περιβλεπτικός
περι-βλεπτικός, , όν,
A). circumspect, Cat.Cod.Astr. 2.166 .


ShortDef

circumspect

Debugging

Headword:
περιβλεπτικός
Headword (normalized):
περιβλεπτικός
Headword (normalized/stripped):
περιβλεπτικος
IDX:
81134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-βλεπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">circumspect,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.166 </span>.</div> </div><br><br>'}