Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιβάλλω
περιβαρίδες
περίβαρυς
περίβασις
περιβασώ
περιβεβλημένως
περιβιάζομαι
περιβιβάζω
περιβιβρώσκω
περιβιόω
περιβλαστάνω
περιβλεπτικός
περίβλεπτος
περιβλεπτότης
περιβλέπω
περίβλεψις
περίβλημα
περίβλησις
περιβλητικός
περίβληχρος
περιβλύζω
View word page
περιβλαστάνω
περιβλαστάνω,
A). grow round about, Plu. 2.829b .


ShortDef

grow round about

Debugging

Headword:
περιβλαστάνω
Headword (normalized):
περιβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
περιβλαστανω
IDX:
81133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιβλαστάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grow round about</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.829b </span>.</div> </div><br><br>'}