Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγή
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
περίαχε
περιαχυρίζω
περιβάδην
View word page
περιαυθαδίζομαι
περιαυθᾱδίζομαι,
A). to be exceeding wilful, Hsch.


ShortDef

to be exceeding wilful

Debugging

Headword:
περιαυθαδίζομαι
Headword (normalized):
περιαυθαδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαυθαδιζομαι
IDX:
81111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαυθᾱδίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be exceeding wilful</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}