Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγή
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
περιαυτολογέω
περιαυτολογία
περιαυτολογικός
περιαυχένιος
View word page
περιαυγή
περιαυγ-ή
,
ἡ
,
A).
=
περιαύγεια
,
Plu.
2.936b
(pl.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιαυγή
Headword (normalized):
περιαυγή
Headword (normalized/stripped):
περιαυγη
IDX:
81108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81109
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαυγ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιαύγεια</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.936b </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}