Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιαρόω
περίαρσις
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγή
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
περίαυλον
περιαυτίζομαι
View word page
περιαύγασμα
περιαύγ-ασμα
,
ατος
,
τό
,
A).
encircling gleam
, ibid.
ShortDef
encircling gleam
Debugging
Headword:
περιαύγασμα
Headword (normalized):
περιαύγασμα
Headword (normalized/stripped):
περιαυγασμα
IDX:
81104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81105
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαύγ-ασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">encircling gleam</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}