Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περίαρσις
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγή
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
περιαύλισμα
View word page
περιατμισμός
περιατμισμός, ,
A). steaming, Sor. 2.39 (pl.).


ShortDef

steaming

Debugging

Headword:
περιατμισμός
Headword (normalized):
περιατμισμός
Headword (normalized/stripped):
περιατμισμος
IDX:
81102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιατμισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">steaming</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 2.39 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}