Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περίαρσις
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
περιαύγεια
περιαυγέομαι
περιαυγή
περιαυγής
περίαυγος
περιαυθαδίζομαι
View word page
περιασχολέω
περιασχολέω
,
A).
keep busy about a thing
, v.l. in
Luc.
Bis Acc.
11
.
ShortDef
to be busy about a thing
Debugging
Headword:
περιασχολέω
Headword (normalized):
περιασχολέω
Headword (normalized/stripped):
περιασχολεω
IDX:
81101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81102
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιασχολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keep busy about a thing</span>, v.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Bis Acc.</span> <span class="bibl"> 11 </span>.</div> </div><br><br>'}