περιαστράπτω
περιαστράπτω,
A). flash around, φῶς π. τινά Act.Ap. 9.3 , cf. Or. 4.131a ; περί τινα Act.Ap. 22.6 : abs., ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῖς ὅπλοις 4 Ma. 4.10 .
2). dazzle, ὁ ἀνὴρ περιαστράπτεται ὑπὸ κάλλους is dazzled with beauty, ap. , cf. 4.50.95 . 19.220