Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαποστέλλω
περιαπτέον
περίαπτος
περιάπτω
περιαράσσω
περιάργυρος
περιαργυρόω
περιαρμόζω
περιάροσις
περιαρόω
περίαρσις
περιαρτάω
περιασθμαίνω
περίᾳσις
περιασπάζομαι
περιαστράπτω
περιασχολέω
περιατμισμός
περιαυγάζω
περιαύγασμα
περιαυγασμός
View word page
περίαρσις
περίαρσις, εως, , dub. sens. in Stud.Pal. 22.95.2 (iii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίαρσις
Headword (normalized):
περίαρσις
Headword (normalized/stripped):
περιαρσις
IDX:
81095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίαρσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 22.95.2 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}