Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέτιξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
περιάμφοδος
περιαναγκάζω
περιαναιρέω
περιανθέω
περιανθής
περιανίστημι
περιανοίγω
περιαντλέω
περιαντλητέον
περιαοιδός
περιαπλόω
περιαποστέλλω
περιαπτέον
View word page
περιαναιρέω
περιαναιρέω, prob.
A). f.l. for περιαιρέω , Ocell. 4.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιαναιρέω
Headword (normalized):
περιαναιρέω
Headword (normalized/stripped):
περιαναιρεω
IDX:
81076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81077
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαναιρέω</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">περιαιρέω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1545.tlg001:4:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1545.tlg001:4.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ocell.</span> 4.13 </a>.</div> </div><br><br>'}