Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέτιξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
περιάμφοδος
περιαναγκάζω
περιαναιρέω
περιανθέω
περιανθής
περιανίστημι
περιανοίγω
περιαντλέω
περιαντλητέον
περιαοιδός
περιαπλόω
View word page
περιάμφοδος
περιάμφοδος, ον,
A). having a way all round it, of a detached house or block of houses, Hsch. s.v. διάλαυρος .


ShortDef

having a way all round it

Debugging

Headword:
περιάμφοδος
Headword (normalized):
περιάμφοδος
Headword (normalized/stripped):
περιαμφοδος
IDX:
81074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81075
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιάμφοδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having a way all round it</span>, of a detached house or block of houses, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">διάλαυρος</span> .</div> </div><br><br>'}