Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνειλίσσω
ἀνείλλω
ἀνειλυσπᾶσθαι
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνείμασθος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνεινῶς
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἀνειρεσίαν
ἄνειρξις
ἀνείρομαι
ἀνειρύω
View word page
ἀνείμασθος
ἀνείμασθος· ἄφθορος, ἄπληστος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνείμασθος
Headword (normalized):
ἀνείμασθος
Headword (normalized/stripped):
ανειμασθος
IDX:
8106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνείμασθος·</span> <span class="foreign greek">ἄφθορος, ἄπληστος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}