Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέτιξ
περιαμπέχω
περιαμύνω
περιαμύσσω
περιαμφιέννυμι
περιαμφίς
View word page
περιαμάομαι
περιᾰμάομαι, Med.,
A). gather from all sides, γῆν περιαμησάμενος Gp. 1.14.8 , cf. Hsch., Phot.


ShortDef

gather from all sides

Debugging

Headword:
περιαμάομαι
Headword (normalized):
περιαμάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαμαομαι
IDX:
81063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιᾰμάομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gather from all sides</span>, <span class="quote greek">γῆν περιαμησάμενος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 1.14.8 </span> , cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}