Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
περιαμπέτιξ
περιαμπέχω
View word page
περιάλλομαι
περιάλλομαι,
A). leap around, Sch. Nic. Al. 13 .


ShortDef

leap around

Debugging

Headword:
περιάλλομαι
Headword (normalized):
περιάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαλλομαι
IDX:
81059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81060
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιάλλομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leap around</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Al.</span> 13 </a>.</div> </div><br><br>'}