Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιακοντίζω
περιακτέον
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
περιαμαρτισμός
περίαμμα
περιάμπαξ
View word page
περιαλιφή
περιᾰλῐφή, ,
A). whitewashing, IG 22.1672.61 .


ShortDef

whitewashing

Debugging

Headword:
περιαλιφή
Headword (normalized):
περιαλιφή
Headword (normalized/stripped):
περιαλιφη
IDX:
81057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81058
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιᾰλῐφή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">whitewashing,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.1672.61 </span>.</div> </div><br><br>'}