Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακονίζω
περιακοντίζω
περιακτέον
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος
περιαλουργός
περιαμάομαι
περιαμαρτίζω
View word page
περιαλειπτέον
περι-ᾰλειπτέον,
A). one must anoint all over, κηρωτῇ Sor. 1.56 .


ShortDef

one must anoint all over

Debugging

Headword:
περιαλειπτέον
Headword (normalized):
περιαλειπτέον
Headword (normalized/stripped):
περιαλειπτεον
IDX:
81054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81055
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-ᾰλειπτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must anoint all over</span>, <span class="quote greek">κηρωτῇ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:56" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.56/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.56 </a> .</div> </div><br><br>'}