Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακονίζω
περιακοντίζω
περιακτέον
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος
περιαλουργός
περιαμάομαι
View word page
περιάλειμμα
περι-άλειμμα [ᾰλ],,
A). pigment, J. AJ 15.9.3 (pl.).


ShortDef

pigment

Debugging

Headword:
περιάλειμμα
Headword (normalized):
περιάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
περιαλειμμα
IDX:
81053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-άλειμμα</span> [<span class="foreign greek">ᾰλ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pigment</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:15:9:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:15:9:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 15.9.3 </a>(pl.).</div> </div><br><br>'}