Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακονίζω
περιακοντίζω
περιακτέον
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαληθής
περιαλιφή
περιαλλόκαυλος
περιάλλομαι
περίαλλος
περίαλλος
View word page
περιάλγημα
περιάλγ-ημα, ατος, τό,
A). severe pain, Aët. 16.119(109) .


ShortDef

severe pain

Debugging

Headword:
περιάλγημα
Headword (normalized):
περιάλγημα
Headword (normalized/stripped):
περιαλγημα
IDX:
81051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιάλγ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">severe pain</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg016:119(109)" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg016:119(109)/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 16.119(109) </a>.</div> </div><br><br>'}