περίακτος
περίακτος, ον,(περιάγω)
A). turning on a centre or pivot, δίφροι π. Hist. 12 ; π. τροχοί water-wheels, Bel. 91.44 ; π. ἄντλημα water-wheel, ; 2.974e μηχανήματα π. machines for draining land, Bel. 97.23 ; μηχαναὶ ἀπὸ σκηνῆς π. machines for changing the scene on the stage, ; also 2.348e περίακτοι,, as Subst., , 4.126 . 5.6.8
2). π. ὁδός a winding road, Anon.Hist.( FGrH 151 ) p.819J.