Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαθροίζομαι
περιαίνυμαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακονίζω
περιακοντίζω
περιακτέον
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
περιαλείφω
περιαληθής
View word page
περιακονίζω
περιᾰκονίζω, dub.l. in Zos.Alch. p.118B. (fort. περιηγκωνισμένον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιακονίζω
Headword (normalized):
περιακονίζω
Headword (normalized/stripped):
περιακονιζω
IDX:
81046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιᾰκονίζω</span>, dub.l. in Zos.Alch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:p.118B" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:p.118B/canonical-url/"> p.118B. </a> (fort. <span class="foreign greek">περιηγκωνισμένον</span>).</div><br><br>'}