Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιάθρησις
περιαθρητέον
περιαθροίζομαι
περιαίνυμαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακονίζω
περιακοντίζω
περιακτέον
περίακτος
περιαλγέω
περιάλγημα
περιαλγής
περιάλειμμα
περιαλειπτέον
View word page
περιαιωρέομαι
περιαιωρέομαι,
A). hang about, λευκαὶ κορυφᾷ περιαιωρεῦνται Cerc. 7.12 .


ShortDef

hang about

Debugging

Headword:
περιαιωρέομαι
Headword (normalized):
περιαιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαιωρεομαι
IDX:
81044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαιωρέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hang about</span>, <span class="quote greek">λευκαὶ κορυφᾷ περιαιωρεῦνται</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:7:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:7.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cerc.</span> 7.12 </a> .</div> </div><br><br>'}