Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνεικόνιστος
ἄνεικος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνειλίσσω
ἀνείλλω
ἀνειλυσπᾶσθαι
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνείμασθος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνεινῶς
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἀνειρεσίαν
View word page
ἀνειλυσπᾶσθαι
ἀνειλυσπᾶσθαι·
ἀναρ<ρ>ιχᾶσθαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνειλυσπᾶσθαι
Headword (normalized):
ἀνειλυσπᾶσθαι
Headword (normalized/stripped):
ανειλυσπασθαι
IDX:
8103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8104
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνειλυσπᾶσθαι·</span> <span class="foreign greek">ἀναρ<ρ>ιχᾶσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}