Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγίς
περιαγωγός
περιαδεῖς
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθρητέον
περιαθροίζομαι
περιαίνυμαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακονίζω
περιακοντίζω
View word page
περιαίνυμαι
περιαίνῠμαι
,
= π
εριλαμβάνω
A).
, περιαίνυται ὀστέα τύμβος
BCH
24.380
(Bithyn.), cf.
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιαίνυμαι
Headword (normalized):
περιαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
περιαινυμαι
IDX:
81037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81038
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαίνῠμαι</span>, <span class="orth greek">= π</span> <span class="itype greek">εριλαμβάνω</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">, περιαίνυται ὀστέα τύμβος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 24.380 </span> (Bithyn.), cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}