Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγίς
περιαγωγός
περιαδεῖς
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθρητέον
περιαθροίζομαι
περιαίνυμαι
περιαίρεμα
περιαίρεσις
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω
περιαίρω
περιαιωρέομαι
περιακολουθέω
περιακονίζω
View word page
περιαθροίζομαι
περιαθροίζομαι,
A). gather about, Hsch. s.v. ἀμφαγέροντο .


ShortDef

gather about

Debugging

Headword:
περιαθροίζομαι
Headword (normalized):
περιαθροίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαθροιζομαι
IDX:
81036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81037
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαθροίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gather about</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀμφαγέροντο</span> .</div> </div><br><br>'}