Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαλή
περιαγής
περιαγινέω
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιαγορευτής
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγίς
περιαγωγός
περιαδεῖς
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
περιαθρητέον
View word page
περιάγχω
περιάγχω,
A). strangle, throttle, Suid.


ShortDef

strangle, throttle

Debugging

Headword:
περιάγχω
Headword (normalized):
περιάγχω
Headword (normalized/stripped):
περιαγχω
IDX:
81025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιάγχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strangle, throttle</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}