Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιαγείρομαι
περιαλή
περιαγής
περιαγινέω
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιαγορευτής
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγίς
περιαγωγός
περιαδεῖς
περιᾴδω
περιαθρέω
περιάθρησις
View word page
περιαγορευτής
περιᾰγορ-ευτής, οῦ, , = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιαγορευτής
Headword (normalized):
περιαγορευτής
Headword (normalized/stripped):
περιαγορευτης
IDX:
81024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιᾰγορ-ευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}