Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιαγαπάζομαι
περδικοάω
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαλή
περιαγής
περιαγινέω
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιαγορευτής
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
περιαγωγή
περιαγωγίς
περιαγωγός
περιαδεῖς
View word page
περιαγνίστρια
περιαγν-ίστρια
,
ἡ
,
A).
woman who purifies
,
Hsch.
s.v.
ἐγκιλικίστρια
.
ShortDef
woman who purifies
Debugging
Headword:
περιαγνίστρια
Headword (normalized):
περιαγνίστρια
Headword (normalized/stripped):
περιαγνιστρια
IDX:
81021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81022
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιαγν-ίστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woman who purifies</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐγκιλικίστρια</span> .</div> </div><br><br>'}