Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεικής
ἀνεικία
ἀνεικόνιστος
ἄνεικος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνειλίσσω
ἀνείλλω
ἀνειλυσπᾶσθαι
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνείμασθος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνεινῶς
ἀνεῖπον
View word page
ἀνειλίσσω
ἀνειλίσσω,
A). v. ἀνελίσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνειλίσσω
Headword (normalized):
ἀνειλίσσω
Headword (normalized/stripped):
ανειλισσω
IDX:
8101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8102
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνειλίσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνελίσσω.</span> </div> </div><br><br>'}