Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περητός
περήτρια
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περδικοάω
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαλή
περιαγής
περιαγινέω
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
περιάγνυμι
περιαγόραιος
περιαγορευτής
περιάγχω
περιάγω
περιαγωγεύς
View word page
περιαγινέω
περιᾰγῑνέω,
A). = περιάγω , Arat. 23 (tm.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιαγινέω
Headword (normalized):
περιαγινέω
Headword (normalized/stripped):
περιαγινεω
IDX:
81017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιᾰγῑνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιάγω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0653.tlg001.perseus-grc1:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arat.</span> 23 </a> (tm.).</div> </div><br><br>'}