περιαγής
περι-ᾱγής, ές,
A). broken in pieces, αἰγανέαι AP 6.163 ( ).
II). = περιηγής (q. v.), round, τρύπανον ib. 204 ( ); σχῆμα π. ὡς κύρτου ; 2.494b ὅλμος ap. ; of the 14.38 rounded front of the vertebrae, Oss. 24 .