Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρηθεν
περητήριον
περητός
περήτρια
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περδικοάω
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαλή
περιαγής
περιαγινέω
περιαγκωνίζω
περιαγκώνισμα
περιαγνίζω
περιαγνίστρια
View word page
περιαγαπάζομαι
περιᾰγᾰπάζομαι,
A). love very much, Hsch. s.v. ἀμφαγαπαζόμενος .


ShortDef

love very much

Debugging

Headword:
περιαγαπάζομαι
Headword (normalized):
περιαγαπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιαγαπαζομαι
IDX:
81011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιᾰγᾰπάζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">love very much</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀμφαγαπαζόμενος</span> .</div> </div><br><br>'}