Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περδίκιος
περδικίτης
περδικοθήρας
περδικοτροφεῖον
περδικοτρόφος
πέρδιξ
πέρδομαι
πέρηθεν
περητήριον
περητός
περήτρια
πέρθω
περί
περιαγαπάζομαι
περδικοάω
περιαγγέλλω
περιαγείρομαι
περιαλή
περιαγής
περιαγινέω
περιαγκωνίζω
View word page
περήτρια
περήτρια·
ἡ περιαγγέλλουσα τὴν ὥραν
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περήτρια
Headword (normalized):
περήτρια
Headword (normalized/stripped):
περητρια
IDX:
81008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-81009
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περήτρια·</span> <span class="foreign greek">ἡ περιαγγέλλουσα τὴν ὥραν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}